

«Ήταν, θυμάμαι, απόγευμα όταν ο διοικητής της 13ης Μοίρας ορειβατικού Πυροβολικού, όπου υπηρετούσα, μας κάλεσε να μας ανακοινώσει ότι έπρεπε να φορτώσουμε και να μετακινηθούμε 15 περίπου χιλιόμετρα προς τα αριστερά, γιατί την άλλη μέρα θα γινόταν επίθεση ενός τάγματος πεζικού και έπρεπε να προετοιμάσουμε την επιχείρηση με μια σειρά βολών.
Όμως, υπήρχε ένας τεράστιος κίνδυνος. Προς την κατεύθυνση της νέας μας θέσης οδηγούσε μόνο ένας δρόμος, μέσα από μία χαράδρα, γνωστή στους Ιταλούς. Αυτή λοιπόν τη χαράδρα τη βομβάρδιζαν συνεχώς, για να την κάνουν αδιάβατη. Τι να κάνουμε τώρα; Να προχωρήσουμε; Θα μας διέλυε το πυροβολικό τους. Να μείνουμε εκεί; Δεν ήταν δυνατό. Η διαταγή ήταν σαφής. Ο διοικητής κάλεσε τους αξιωματικούς όλους. Ανακοίνωσε την εντολή και ζήτησε τις γνώμες τους. Τι να πούμε όμως; Μπροστά φωτιά και πίσω ρέμα. Κάναμε μια προσευχή και ξεκινήσαμε προς τον βέβαιο θάνατο…
Όμως, ο Θεός έκαμε το θαύμα Του. Μόλις αρχίσαμε να μπαίνουμε στην χαράδρα είδαμε να σκάνε τα εχθρικά βλήματα μισό περίπου μίλι, πιο μπροστά από μας. Μέσα στη χαράδρα δεν έπεφτε ούτε ένα!
Παράξενο, είπαμε, η φάλαγγά μας, στρατιώτες και ζώα φορτωμένα τα κανόνια μας, υπερέβαινε τα δύο μίλια. Πηγαίναμε, βλέπετε, αραιά για να μην έχουμε πολλές απώλειες, όταν πέσουν βλήματα. Περάσαμε γρήγορα – γρήγορα όλοι. Και όταν απομακρυνθήκαμε 500 περίπου μέτρα, κατά περίεργο τρόπο άρχισε πάλι να χτυπιέται η χαράδρα… Κοιταχτήκαμε…. Τι νομίζετε είχε συμβεί; Για λίγη ώρα σηκώθηκε ένας δυνατός αέρας με αντίθετη φορά προς την κατεύθυνση των βλημάτων. Εξαιτίας της αντίθετης πίεσης, τα βλήματα έχαναν βεληνεκές, δηλαδή απόσταση..., μάκρος..., και αντί να πέφτουν μέσα στη χαράδρα, που είχαν κανονίσει οι Ιταλοί, έπεφταν μισό μίλι πιο μπροστά. Όταν περάσαμε πια, ο αέρας σταμάτησε και η χαράδρα καιγόταν πάλι από τα βλήματα. Το θαύμα ήταν φανερό. Γονατίσαμε όλοι και ευχαριστήσαμε τον Θεό για την προστασία Του…»
- Μα πώς τρύπωσε το παιδί αυτό στο βαγόνι με τις αποσκευές; Δεν το είδε κανείς; Πώς λέγεσαι παιδί μου;
- Αναστάσιος Χαραλαμπόπουλος.
- Πόσο χρονών είσαι;
- Είμαι δεκατριών. Ήρθα ως εθελοντής, κύριε. Θέλω να πολεμήσω για την Ελλάδα. Είναι και ο πατέρας μου σε άλλο βαγόνι. Δεν το ξέρει ότι τον ακολούθησα…
Πράγματι ο μικρός Αναστάσης ταξίδεψε κρυμμένος από την Αθήνα μέχρι και τον τελευταίο σταθμό πριν το μέτωπο. Ούτε ο ίδιος ο πατέρας του, Αλέξανδρος, ήξερε τίποτα για την παράτολμη απόφασή του. Όταν του τον έφερε ο λοχαγός ήθελε από την μία να τον μαλώσει, αλλά από την άλλη να τον σφίξει στην αγκαλιά του. Δεν ξαφνιάστηκε ο πατέρας με την επιμονή του Αναστάση να μείνει να πολεμήσει, όταν η επιστροφή του στην Αθήνα κρίθηκε αδύνατη. Ήξερε καλά τον γιο του και με πόση αγάπη στην πατρίδα τον μεγάλωνε. Γι’ αυτό και ο πατέρας δέχτηκε εύκολα την πρόταση να υπογράψει για να καταταχτεί ο γιος του εθελοντής στον ελληνικό στρατό, κι ας ήταν το όπλο μεγαλύτερο από το μπόι του.
Γρήγορα ο Αναστάσης βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και στην αντάρα της μάχης. Φορούσε τη στολή του στρατιώτη, που με εντολή του διοικητή της μεραρχίας ράφτηκε στα μέτρα του. Γρήγορα γεύτηκε και τη χαρά της νίκης. Όταν ο στρατός μας κατέλαβε την Κορυτσά, ο Αναστάσης μπήκε και παρήλασε στην πρώτη γραμμή επικεφαλής του λόχου.
Βάρυναν οι ώμοι του παιδιού, που από τη μία στιγμή στην άλλη έγινε άντρας, στρατιώτης, πολεμιστής. Μεγάλωσαν οι ευθύνες, μεγάλωσε και η θυσιαστική αγάπη του για τη μάνα Ελλάδα. Τι κι αν ΄ταν παιδί;
Ένα μικρό κρυολόγημα αναγκάζει τους υπευθύνους να τον αφήσουν στα μετόπισθεν, σε ένα μικρό πανδοχείο να αναρρώσει. Ο Αναστάσης αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι ένας πελάτης του πανδοχείου κλείνεται στο δωμάτιό του και ότι με ένα περίεργο μηχάνημα κάτι έκανε. Γνωστοποιεί τις υποψίες του στον πανδοχέα και εκείνος καλεί αμέσως την χωροφυλακή. Πράγματι, ο ύποπτος ήταν κατάσκοπος, που έδινε στους Ιταλούς πληροφορίες για τις θέσεις και τις κινήσεις των ελληνικών στρατιωτικών μονάδων της περιοχής. Λίγα λεπτά αργότερα ο κατάσκοπος βρισκόταν στα χέρια των χωροφυλάκων και ο Αναστάσης Χαραλαμπόπουλος, γιος του Αλέξανδρου, μόλις 13 ετών, πήρε προαγωγή στο βαθμό του δεκανέα.
Η γελοιογραφία της εποχής σατιρίζει τη βεβαιότητα του Μουσολίνι (γνωστό ως Ντούτσε: ο ηγέτης) για τη νίκη του στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων. Και ενώ ανακοινώνει στον ιταλικό λαό ότι πίνει τον καφέ του στην Αθήνα, μετά από 103 μέρες πολέμου ακόμα χάνουν από τους Έλληνες. Ο καφές του στο αθηναϊκό καφενείο έχει κρυώσει.
1940. Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος συνεχίζεται. Στο μέτωπο που έχει δημιουργηθεί οι μάχες είναι σκληρές. Οι τραυματίες και τα θύματα αναρίθμητα και από τις δύο πλευρές. Τα νοσοκομεία της εποχής έχουν γεμίσει κυριολεκτικά από τραυματισμένους στρατιώτες. Παντού, όπου κι αν έστρεφε κανείς το βλέμμα του, αυτό που αντίκριζε ήταν πληγωμένοι και βαριά τραυματισμένοι άντρες.
Μια μέρα, ένα τέτοιο νοσοκομείο επισκέφτηκε η Σοφία Βέμπο, μια τραγουδίστρια της εποχής εκείνης, η οποία με τα τραγούδια της ενθάρρυνε τους Έλληνες στρατιώτες. Καθώς γυρνούσε από κρεβάτι σε κρεβάτι προσπαθώντας να παρηγορήσει και να στηρίξει τους στρατιώτες μας, παρατήρησε κάποια στιγμή έναν νεαρό τραυματία, ο οποίος είχε χάσει την όρασή του κατά τη διάρκεια μιας μάχης. Η καρδιά της σφίχτηκε. Πλησίασε κι άρχισε να του μιλά, για να του δώσει κουράγιο. Εκείνος στεκόταν λιγομίλητος, την άκουγε και κυρίως, ζητούσε ανυπόμονα να μάθει νέα από το μέτωπο.
Σε κάποια στιγμή τα μάτια του νεαρού στρατιώτη άρχισαν να βουρκώνουν. Σε λίγο, ο στρατιώτης εκείνος, που μέχρι πριν λίγες μέρες πολεμούσε τον εχθρό στα δύσβατα βουνά της Αλβανίας σαν λιοντάρι, έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Βέμπο βλέποντάς τον, συγκινημένη, σταμάτησε να μιλά. Δεν ήξερε τι άλλο να πει προκειμένου να τον βοηθήσει. Δεν ήταν και μικρό πράγμα αυτό που του είχε συμβεί! Είχε χάσει ολοκληρωτικά και για πάντα την όρασή του. Έμειναν κι οι δύο σιωπηλοί για μερικά δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή, ο στρατιώτης γύρισε το γεμάτο δάκρυα πρόσωπό του προς τη Βέμπο και της είπε:
Δεν κλαίω για τα μάτια που έχασα, αλλά γιατί δεν έχω άλλα δύο να τα δώσω για την πατρίδα.
Εκείνη, μόλις τ’ άκουσε αυτό, τα έχασε. Δεν ήξερε τι να πει. Η συγκίνησή της έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Είχε πάει κοντά του για να τον παρηγορήσει, αλλά τελικά αυτό δεν χρειαζόταν. Το μόνο που ήθελε ο νέος εκείνος, ήταν να ξαναγυρίσει και να πολεμήσει στο μέτωπο, στο πλευρό των υπόλοιπων Ελλήνων, για την ελευθερία της πατρίδας μας.
Σ’ εσάς, που για τη λευτεριά και την τιμή
µε του Χριστού την πίστη στην ψυχή
για την πατρίδα αγωνιστήκατε. (2)
Σ’ εσάς, που του θανάτου την αψηφισιά
και τη μεγαλοσύνη της καρδιάς
κληρονομιά σ’ εμάς αφήσατε. (2)
Σ’ εσένα, Σουλιώτισσα, μάνα γενναία,
Ηπειρώτισσα, καπετάνισσα,
σ΄εσέ, Μακεδόνισσα, Θρακιώτισσα κόρη
κι αδερφή Ψαριανή λεβέντισσα,
που χάρισες συ στον αγώνα
αδάμαστα τα κλεφτόπουλα
και ναυμάχους φοβέρας στα πέλαγα,
διαλεχτά Ελληνόπουλα.
Και σ’ εσένα που είδες να σβήνουν
οι ελπίδες και τα χρυσόνειρα,
Μικρασιάτισσα, Μεσολογγίτισσα,
της θυσίας αρχόντισσα.
Και σ΄ εσένα, μικρή Κυπριοπούλα,
που ακόμα προσμένεις και ζητάς
αναστάσιµα και γλυκοτόνιστα
ν᾿ ακουστούν νικητήρια.
Σ’ εσάς, που για τη λευτεριά και την τιμή…
Σ’ εσάς, γυναίκες Ελληνίδες, η καρδιά
μ’ ευγνωμοσύνης δάφνη και μυρτιά
ξανά με σέβας υποκλίνεται.
Σ’ εσάς.
Το τραγούδι αναφέρεται στις γυναίκες της Ελλάδας, οι οποίες αγωνίστηκαν για την πατρίδα κατά τη διάρκεια της ιστορίας μας. Στις μητέρες, κόρες, αδερφές… Δεν πολέμησαν οι περισσότερες στα πεδία των μαχών, όπως οι Σουλιώτισσες, αλλά προσέφεραν με τον δικό τους τρόπο. Γέννησαν και ανέθρεψαν ανθρώπους ελεύθερους στην ψυχή, που δε δίστασαν να θυσιαστούν για την ελευθερία. Γυναίκες που άντεξαν τον ξεριζωμό και την ήττα του πολέμου, όπως οι Μικρασιάτισσες και οι Μεσολογγίτισσες. Άλλες που πάντα ελπίζουν για τη νίκη.
Αυτές οι Ελληνίδες μάς άφησαν μια μεγάλη κληρονομιά, το θάρρος, την ελπίδα, την πίστη, ώστε να μη φοβόμαστε - ούτε και τον θάνατο - όταν πρόκειται να αγωνιστούμε για την ελευθερία. Σε όλες αυτές ο καθένας μας προσφέρει την ευγνωμοσύνη του και υποκλίνεται με σεβασμό, γιατί αυτές ήταν, είναι και θα είναι οι κρυφές μεγάλες ηρωίδες.
Ο Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, Γεώργιος Παυλίδης:
«Προ της επιθέσεως των Ιταλών της 9ης Μαρτίου 1941 είχαμε κατασκηνώσει λίγο πιο κάτω απ’ το χωριό Τοσκέσι… Κάναμε τεχνητή απόκρυψη των σκηνών και των πυροβόλων με κλαδιά δέντρων. Μια βραδιά είχε βρέξει και δεν ρίξαμε κλαδιά στη σκηνή μας. Το πρωί ερχόταν ένα αναγνωριστικό ιταλικό αεροπλάνο. Έπαιρνε φωτογραφίες και αν ανακάλυπταν παραλλαγή του χώρου, έρχονταν και βομβάρδιζαν. Έτσι και την ημέρα εκείνη ήλθε, βρήκε τη σκηνή χωρίς καμουφλάζ, τη φωτογράφισε και μετά από μιάμιση ώρα ήλθαν 15-20 αεροπλάνα στούκας, που κατέβηκαν στα 30-35 μέτρα χαμηλά και άρχισαν να σπέρνουν βόμβες.
Τρέξαμε να κρυφτούμε. Εγώ χώθηκα σ’ ένα σωρό από τσουβάλια. Οι κρότοι ήταν εκκωφαντικοί. Είχε καλυφθεί από καπνούς όλος ο καταυλισμός. Όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, έβλεπα καθαρά το αεροπλάνο, τον αεροπόρο, τα χέρια του, τις βόμβες. Είπα μέσα μου: Τώρα ήρθε το τέλος μου.
Επιτέλους, κάποτε τα αεροπλάνα έφυγαν. Με δισταγμό σηκώθηκα. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ησυχία θανάτου. Μονολόγησα: «Εγώ μόνο ζω». Όμως, σιγά σιγά έβλεπα να σηκώνονται μερικά κουρέλια. Λίγο λίγο γέμισε ο τόπος.
Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντού. Ο Διοικητής διατάσσει προσκλητήριο. Και το θαύμα: Μέσα σε αυτή τη φωτιά του σιδήρου δεν είχαμε ούτε έναν στρατιώτη νεκρό ή πληγωμένο. Ο Διοικητής δέχτηκε την πρότασή μου να κάνουμε μια ευχαριστήρια Θεία Λειτουργία. Κοντά μας ήταν ο στρατιωτικός ιερέας. Συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε να γίνει πρώτα εξομολόγηση. Πράγματι εξομολογήθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες και το πρωί σε μια μεγάλη σπηλιά έγινε η Θεία Λειτουργία. Εκείνες τις μέρες περπάτησε ο Θεός ανάμεσά μας».
Ο συνταγματάρχης Αθανάσιος Γιαννακόπουλος του 66ου Συντάγματος Πεζικού περιμένοντας την εχθρική επίθεση θέλησε να αντικαταστήσει μεταξύ τους το 2ο με το 3ο τάγμα. Ο διοικητής του 3ου τάγματος τον παρακάλεσε να τον αφήσει στην επικίνδυνη θέση, για να δεχτεί αυτός την επίθεση του εχθρού.
«Άφησέ με, κύριε συνταγματάρχα, σε παρακαλώ, εδώ που είμαι, για να περιποιηθώ εγώ τους Ιταλούς», του είπε.
Η παράκλησή του τον συγκίνησε, διότι ήταν γνωστή η ιταλική υπεροχή σε όπλα και δυνάμεις. Υποχώρησε στην παράκλησή του. Τον συνεχάρη και του ευχήθηκε καλή επιτυχία.
9 Μαρτίου 1941
Εβδομήντα Ιταλοί επίλεκτοι στη διάρκεια της νύχτας 8 προς 9 Μαρτίου είχαν καταλάβει το παρατηρητήριο Σέλιανι. Οι επίλεκτοι αυτοί είχαν δώσει τον όρκο: «Νίκη ή θάνατος» και είχαν την υπόσχεση από τους ανωτέρους τους ότι, εάν πετύχαιναν την αποστολή τους, ο καθένας θα έπαιρνε 3.000 λιρέτες και επιπλέον 500 λιρέτες για κάθε Έλληνα αιχμάλωτο.
Εναντίον αυτών των 70 επίλεκτων αντεπιτέθηκε μια ομάδα. Ήταν ο λοχίας Χατζηγιάννης με 13 γενναίους.
Ο Χατζηγιάννης και οι άντρες του δεν ήταν επίλεκτοι. Ήταν ό, τι ήταν και ο υπόλοιπος ελληνικός στρατός. Δεν είχαν πάρει καμιά υπόσχεση για χρηματική αμοιβή. Όμως είχαν την περηφάνεια ότι πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδας τους.
«Πάνω τους ρε Χατζηγιάννη» ακούστηκε και ο Χατζηγιάννης όρμηξε με τους 13 γενναίους του.
Ο Ιταλός υπολοχαγός πρόσταξε με μια κίνηση τους επίλεκτούς του να επιτεθούν και να αιχμαλωτίσουν τη χούφτα των Ελλήνων. Κατά την κίνηση όμως αυτή μια σφαίρα του Χατζηγιάννη τον άφησε νεκρό. Αλλά ταυτόχρονα μια άλλη ιταλική σφαίρα άφηνε νεκρό τον Χατζηγιάννη…
Δύο αντίθετα συναισθήματα γεννήθηκαν στα δυο αντίπαλα τμήματα από τον θάνατο των αρχηγών τους. Οι επίλεκτοι Ιταλοί δείλιασαν και οπισθοχώρησαν. Η μικρή ομάδα του Χατζηγιάννη επιτέθηκε με περισσότερη ορμή με νέο αρχηγό της τον δεκανέα…
Οι επίλεκτοι δεν άντεξαν στην ορμή των στρατιωτών μας. Στρέφουν τα νώτα και τρέχοντας με όση ταχύτητα μπορούσαν κατέβηκαν τους βράχους του Σέλιανι. Λησμόνησαν τον όρκο τους, εγκατέλειψαν τη σημαία τους, όσοι επέζησαν έχασαν και τις λιρέτες.
Η εντολή είναι επείγουσα:
-Πρέπει να καταληφθεί το ύψωμα!
Το ύψωμα, όμως, εκείνο ήταν σωστό φρούριο. Το φρουρούσαν πολυάριθμοι εχθροί οπλισμένοι με όλα τα μέσα. Αλλά ο λοχαγός είχε γενναίους άνδρες μαζί του, δοκιμασμένους σε πολλές μάχες. Γι’ αυτό και δε φοβάται τη δύσκολη επιχείρηση.
Την ώρα όμως, που είναι έτοιμος να δώσει στους στρατιώτες του το σύνθημα της επίθεσης, μια ξαφνική βροχή από σφαίρες κι οβίδες από τις εχθρικές θέσεις, τους καθηλώνουν. Ο τόπος που βρίσκονται μοιάζει με κόλαση. Εκρήξεις, καπνοί, χώματα, πέτρες δημιουργούν μια αφόρητη κατάσταση. Τα βλήματα σκάνε πάνω στους βράχους με κρότους τρομακτικούς. Η φωτιά και το σίδερο καίνε κι ερημώνουν τον τόπο. Οι εχθροί ρίχνουν αλύπητα το υλικό που σκορπά τον θάνατο. Νομίζει κανείς, πως κανένας δε θα μείνει ζωντανός. Κι όμως οι θερμές προσευχές του πιστού λοχαγού στην Παναγία κάνουν το θαύμα. Κανένα βλήμα δεν πετυχαίνει τον στόχο του και κανείς άνδρας από τους τριακόσιους περίπου δεν έπαθε τίποτε, εκτός από έναν που τραυματίστηκε ελαφρά. Υψώνουν ευχαριστίες στην ακατανίκητη προστάτη του Στρατού μας, στην Παναγία και στον Κύριο των Δυνάμεων.
Εν τω μεταξύ, η διαταγή της επίθεσης θα πρέπει να εκτελεστεί άμεσα, αλλά πώς;
- Να γίνει η επίθεση με κάθε θυσία! δίνει εντολή ο διοικητής.
- Κύριε διοικητά, είναι δύσκολο να εκτελεστεί η εντολή. Πρέπει να περάσουμε από ένα μέρος που δεν έχει ούτε ένα δέντρο κι ούτε έναν βράχο. Κάθε προσπάθεια να περάσουμε θα σημαίνει βέβαιο θάνατο για τους στρατιώτες μου.
- Πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβετε το οχύρωμα! Πρόκειται όλος ο στρατός να κάνει μεγάλης έκτασης επιχείρηση και πρέπει και ο λόχος σας να κινηθεί. Ο Θεός κι η Παναγία μαζί σας!
Τότε, ο λοχαγός φωνάζει τα παλικάρια του:
- Παιδιά! Ξεκινάμε με την ευχή της Παναγίας. Θα μας προστατέψει. Ξεκινήστε μόλις σας δώσω το σύνθημα. Ζητώ από όλους θάρρος και ψυχραιμία.
Οι άνδρες με επικεφαλής τον λοχαγό αρχίζουν να σύρονται στο έδαφος και να πλησιάζουν την επικίνδυνη ζώνη. Ο εχθρός και με κλειστά μάτια να πυροβολούσε θα τους εξουδετέρωνε.
«Βοήθα, Παναγία μας!», αυτή είναι η θερμή προσευχή όλων. Καθώς λοιπόν προχωρούν και πριν αρχίσουν να περνούν το δύσκολο σημείο, συμβαίνει κάτι θαυμαστό. Ενώ μέχρι τότε ο ουρανός ήταν κατακάθαρος, όλη η γυμνή κι ακάλυπτη εκείνη έκταση σκεπάζεται από ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης. Τίποτε δε δικαιολογεί τη δημιουργία του νέφους εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ο λοχαγός κι οι στρατιώτες επωφελούνται από την παρουσία της ομίχλης και σε λίγα λεπτά διασχίζουν τη ζώνη. Όταν οι εχθροί τούς αντιλαμβάνονται, οι στρατιώτες μας είναι πια μέσα στα χαρακώματα των αντιπάλων. Οι εχθροί εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και προσπαθούν να φύγουν. Όσοι μένουν, συλλαμβάνονται ζωντανοί. Τα πυροβόλα τους πέφτουν στα χέρια των στρατιωτών μας.
Εν τω μεταξύ η ομίχλη διαλύθηκε. Η νίκη όμως είχε πραγματοποιηθεί. Η χαρά είναι απερίγραπτη. Απ’ όλων τις ψυχές ολόθερμη η ευγνωμοσύνη και η ευχαριστία προς την Παναγία για τη θαυματουργική της επέμβαση. Όχι μόνο τους έσωσε, αλλά τους οδήγησε κι άλλη μια φορά στον θρίαμβο.
Από τα βάθη των αιώνων ξεκινάει
µε φύλλα δάφνης και µε φως στεφανωμένη,
η Ελλάδα αιώνια στους επτά ουρανούς περνάει
και πλημμυρίζει φως την οικουμένη.
Γαλάζια θάλασσα, πράσινα βουνά,
καίγεται χρυσό το μεσημέρι
πουθενά (3) το καλοκαίρι
δεν είναι έτσι όμορφο και φωτεινό.
Γαλάζια θάλασσα, άγια δειλινά,
λούζονται στο φως θαλασσοπούλια
και γυρνά (3) στα ύψη η Πούλια,
φάρος πού οδηγεί στον ουρανό.
Γαλάζια χώρα, ο Θεός σ᾿ έχει χαρίσει
την ομορφιά, τη λεβεντιά, τη δύναμή σου.
Το φως σου σκόρπισε στον κόσμο να θυμίζει
τη λάμψη του δικού του Παραδείσου.
Γαλάζια θάλασσα, πράσινα βουνά…
Γαλάζια θάλασσα, άγια δειλινά…
Ελλάδα, παίρνουμε το δρόμο και κινάμε
για κει που χάραξε η μεγάλη σου ιστορία
και σου υποσχόμαστε για πάντα να φυλάμε
την πίστη µας και την Ελευθερία.
Γαλάζια θάλασσα, πράσινα βουνά…
Γαλάζια θάλασσα, άγια δειλινά…
Στις 9 Μαρτίου 1941 ήταν η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η μνήμη των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων που ήταν και εκείνοι στρατιώτες. Από νωρίς το πρωί οι Έλληνες στρατιώτες ετοιμάστηκαν για τη Θεία Λειτουργία. Την ίδια όμως ώρα άρχισε να ρίχνει το ιταλικό πυροβολικό. Οι όλμοι και οι οβίδες σαν βροχή έσκαγαν κοντά στο σπίτι όπου είχαν για κατάλυμα. Ο διοικητής πλησίασε τον ιερέα του τάγματος, τον π. Χρυσόστομο, και με δισταγμό τον παρακάλεσε να μην κάνουν τη Θεία Λειτουργία και οι στρατιώτες να κρυφτούν στα χαρακώματα ώστε να προστατευτούν. Όμως, ο π. Χρυσόστομος του απάντησε αποφασιστικά:
- Σήμερα επιβάλλεται να κάνουμε τη Θεία Λειτουργία και ο Θεός θα μας προστατέψει.
Και πράγματι οι στρατιώτες μαζεύτηκαν σε ένα μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ως ναός και η Θεία Λειτουργία ξεκίνησε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και μια οβίδα «έγλειψε» τον τοίχο του κτηρίου και καρφώθηκε στο έδαφος χωρίς να σκάσει. Αν έσκαγε, σίγουρα θα σκοτώνονταν όλοι. Μια άλλη καρφώθηκε στο χώμα παραπέρα δίχως να προκαλέσει ζημιά. Τα πυρά του εχθρού, καθώς περνά η ώρα, πυκνώνουν και πέφτουν ασταμάτητα. Όμως η Θεία Λειτουργία προχωρεί. Οι άνδρες που βρίσκονται μέσα στο μικρό δωμάτιο περιφρονούν τον κίνδυνο. Μένουν στητοί, ακίνητοι σαν λυγερές οξιές. Συμμετέχουν με ευλάβεια στο Μυστήριο.
Η στιγμή της Θείας Κοινωνίας θα μείνει αξέχαστη σε όλους. Καθώς προσέρχονται οι στρατιώτες για να κοινωνήσουν, κλαίνε. Και τα δάκρυά τους πέφτουν στην αγία λαβίδα. Έτσι, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού αναμιγνύονται με τα δάκρυα των ηρώων.
Σαν κοινωνήσανε όλοι τους, ο βομβαρδισμός τελείωσε και με έκπληξη διαπίστωσαν πως όλοι τους ήταν ζωντανοί και το δωμάτιο - ναός άθικτο από τις τόσες οβίδες. Μα σαν βγήκαν, αντίκρισαν ένα φοβερό θέαμα που κι αυτό θα τους έμενε αξέχαστο. Τέσσερις στρατιώτες δείλιασαν και αντί να παραμείνουν στη Θεία Λειτουργία, θέλησαν να προφυλαχτούν σε ένα χαράκωμα. Όμως μια οβίδα έσκασε δίπλα τους και τους σκότωσε. Το απόγευμα ο π. Χρυσόστομος τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία.
Την ίδια μέρα έγραψε με συγκίνηση στο ημερολόγιό του:
- Τα αεροπλάνα να μουγκρίζουν… και εμείς ατάραχοι να τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Πόσο θάρρος μας έδωσες σήμερα, Κύριε!
Ξημερώνει η 7η Απριλίου 1941. Όλο το βράδυ βομβαρδίζονται τα οχυρά. Τα οχυρά πλέον είναι αδύνατον να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Οι τηλεφωνικές γραμμές, που με κίνδυνο έχουν επισκευαστεί τη νύχτα, κόβονται ξανά από τους βομβαρδισμούς. Μια ελληνική περίπολος ψάχνει να ανακαλύψει τη ζημιά με πολλή προφύλαξη, γιατί τα γερμανικά πολυβόλα από τον λόφο 205 παρακολουθούν.
Δόξα σοι ο Θεός! Μπροστά τους ο στύλος με τα κομμένα σύρματα. Ο δεκανέας με ταχύτητα βάζει τα αγκαθωτά του πέδιλα.
- Τρελάθηκες; Θα ανέβεις στον στύλο μέρα-μεσημέρι; του φωνάζει ο ανθυπασπιστής των διαβιβάσεων.
- Κι ο φρούραρχος που περιμένει να συνεννοηθεί με τα άλλα οχυρά;
Ο δεκανέας δένεται με την ειδική ζώνη του… Ανεβαίνει…
- Θα σε δουν και θα σε σκοτώσουν οι Γερμανοί. Περίμενε να νυχτώσει.
- Ο φρούραρχος βιάζεται! απαντά.
Οι Γερμανοί τον βλέπουν. Γύρω του αρχίζουν να σφυρίζουν οι σφαίρες. Δουλεύει χωρίς φόβο, ήρεμος και όταν μια σφαίρα περνά πολύ κοντά του, λέει:
- Κάνε ησυχία, εκτελώ σπουδαία αποστολή.
Μια σφαίρα χτυπά τον στύλο ακριβώς κάτω από τα πόδια του!
- Κύριε φρούραρχε, ό,τι και να γίνει, εγώ θα σε συνδέσω. Θα σου δώσω φωνή!
Με γρηγοράδα ενώνει τις δύο κομμένες γραμμές. Τα οχυρά συνεννοούνται. Ο δεκανέας αρχίζει να κατεβαίνει με ικανοποίηση. Έκανε το χρέος του. Μα οι σφαίρες με περισσότερη τώρα μανία τον κυνηγάνε. Μια ριπή τον πετυχαίνει κατάστηθα! Καθώς είναι δεμένος με τη ζώνη και στηρίζεται στα αγκαθωτά πέδιλα, δεν πέφτει κάτω παρά γέρνει πίσω και τα χέρια του κρεμούν.
Έτσι, πάνω στον στύλο, γίνεται μια ζωντανή σημαία που διαλαλεί το μεγαλείο της ψυχής των ανθρώπων αυτής της χώρας.
Μες στους δρόμους τριγυρνάνε
οι μανάδες και ζητάνε ν' αντικρίσουνε
τα παιδιά τους, που ορκιστήκαν,
στον σταθμό σαν χωριστήκαν,
να νικήσουνε.
Μα για 'κείνους που 'χουν φύγει
και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε
και καμιά ποτέ ας μην κλάψει,
κάθε πόνο της ας θάψει
κι ας ευχόμαστε:
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλοι να 'ρθετε ξανά».
Λέω σ' όσες ξαγρυπνάνε
και για κάποιον ξενυχτάνε
και στενάζουνε,
πως η πίκρα κι η τρεμούλα
σε μια γνήσια Ελληνοπούλα
δεν ταιριάζουνε.
Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε,
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες:
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,...»
«Με της νίκης τα κλαδιά
σας προσμένουμε, παιδιά!»
Λογαριάσατε λάθος με τον νου σας, εμπόροι·
δε μετριέται πατρίδα, λευτεριά με τον πήχυ!
Κι αν μικρός είν' ο τόπος, και το θέλει και μπόρει
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι.
Τούτ' η δίψα δε σβήνει, τούτ' η μάχη δεν παύει·
χίλια χρόνια αν περάσουν, δεν πεθαίνουμε σκλάβοι.
Όχι, εσάς δε σας θέλει τούτη η γη, δε σας ξέρει!
Όλα εδώ είναι δικά μας! Τι απ' το κάθε λιθάρι,
απ' το χώμα, απ' το δέντρο, το νερό και τ' αγέρι,
το κορμί μας μια στάλα για να γίνει έχει πάρει.
Η ψυχή μας επήρε μια πνοή απ' το καθένα.
Όλα εδώ 'ναι δικά μας - μα για σας όλα ξένα!
Αψηλά τις καρδιές μας! Μες στης γης μας το χώμα
πιο βαθιά ριζωμένοι, κι ας μανίζουν οι ανέμοι.
Τούτο ακόμα τον χρόνο, τούτ' την άνοιξη ακόμα,
στον ορίζοντα πέρα τ' άγιο φως σ' ανασταίνει.
Αψηλά τις καρδιές μας κι αρχινά να ροδίζει!
Η αλυσίδα μας πήρε να βογγά και να τρίζει.
Τούτ' η δίψα δε σβήνει,...
Ο Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ διηγήθηκε.
«Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε να λέω πως είμαι Ελβετός, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανοιχτές. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρητικούς. Από την πρώτη στιγμή είπα πως είμαι Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξαναέζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.
Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο στο οποίο είχαν ταφεί οι Γερμανοί στρατιώτες που είχαν χάσει τη ζωή τους στην περίοδο της κατοχής. Ήταν έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή. Ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα ξαφνιασμένος και τη ρώτησα:
- Είστε από εδώ;
- Μάλιστα, μου απαντά.
- Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν Κρητικούς.
Μου απάντησε:
«Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ από το 1941 μέχρι το 1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο το 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω τα καντήλια στη μνήμη τους επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι του δικού μου παιδιού».
«Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί αυτή η απάντηση».
Αναφέρει ένας στρατιώτης: «Έλαβα εντολή να μεταφέρω πυρομαχικά στην 1η γραμμή. Είχα πολλές ημέρες να κοιμηθώ, νύσταζα φοβερά, αλλά έπρεπε να πάω γιατί ήταν μεγάλη ανάγκη. Οδηγούσα και κλείνανε τα μάτια μου, κοιμόμουν σχεδόν στο τιμόνι. Σε κάποια στιγμή βλέπω στο παρμπρίζ τη μορφή της Παναγίας. Τρομαγμένος πατάω φρένο. Σταματώ. Κατεβαίνω κάτω και τι να δω. Οι μπροστινές ρόδες είχαν σταματήσει ακριβώς στο χείλος μιας μεγάλης χαράδρας με πολλά δέντρα. Αν έπεφτα εκεί κάτω στον γκρεμό θα γινόταν έκρηξη των πυρομαχικών και μεγάλη πυρκαγιά. Εμένα δεν θα με έβρισκε κανείς.»
Τον Απρίλιο του 1941 ιταλικά και γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Αίγιο. Καμία όμως από τις εχθρικές βόμβες δεν βρήκε τον στόχο της. Όλες έπεφταν στη θάλασσα. Μία από τις βόμβες έπεσε και σφηνώθηκε μέσα στην καμινάδα του εργοστασίου Χαρτοποιίας Αιγίου, που βρίσκεται στην παραλία, την ώρα που το εργοστάσιο ήταν σε λειτουργία. Η βόμβα σφηνώθηκε μέσα στην καυτή καμινάδα και όμως δεν εξερράγη. Δέχτηκε αρκετές ακόμη βόμβες, έμεινε όμως άθικτο. Πολλοί άνθρωποι εργάζονταν εκεί. Τα θύματα θα ήταν πολλά. Γι’ αυτό και αποτέλεσε στόχο του εχθρού. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας, οι Ιταλοί αεροπόροι που είχαν πάρει μέρος στον βομβαρδισμό του Αιγίου, ομολόγησαν ότι κατά την έφοδό τους δεν μπορούσαν να στοχεύσουν με επιτυχία, επειδή ένα νέφος πυκνό κάλυπτε ολόκληρη την πόλη. Η σκέπη της Παναγίας μας έσωσε την πόλη.
Ο Μουσολίνι βρίσκεται πεσμένος στο χώμα, χτυπημένος και τα ρούχα του είναι σκισμένα. Ο Έλληνας τσολιάς στέκεται μπροστά του άθικτος με τα χέρια στη μέση, καθώς τον έχει νικήσει. Τότε ο Ιταλός δικτάτορας στρέφεται στον σύμμαχό του Χίτλερ. Ομολογεί ότι αρχικά η Ιταλία ξεκίνησε τον πόλεμο και τον παρακαλεί τώρα να παρέμβει. Του ζητάει η Γερμανία να νικήσει την Ελλάδα κι έτσι μετά αυτός να περηφανεύεται ότι η Ιταλία κέρδισε. Και όντως έτσι συνέβη...
Η Ελλάδα, μετά από περίπου 7 μήνες που νικούσε την Ιταλία, δέχτηκε και την επίθεση των Γερμανών. Τελικά, με δύο πάνοπλους αντιπάλους και με τις δυνάμεις τις διασπασμένες χάνει τον πόλεμο. Μετά η Ιταλία, η Γερμανία και η Βουλγαρία κατέχουν την Ελλάδα και τη μοιράζουν μεταξύ τους. Όμως οι ‘Ελληνες ακόμα και υπό κατοχή θα αντισταθούν.
Ελάτια ψηλά και απότομοι βράχοι,
η κάθε σου πέτρα μηνά και μια μάχη
και κάθε βελόνα του πεύκου κεντά
με του ήλιου τα χρώματα τη λεβεντιά.
Ο κάμπος υφαίνει καρπούς και λουλούδια,
ο φλοίσβος συνθέτει για ’σένα τραγούδια
και κάθε σου κύμα σμιλεύει μ’ ορμή
στα βράχια τη δόξα και την αρετή.
Σκύβω, το χώμα σου φιλώ,
ω! μάνα γη! κι ακούω εδώ παλμούς
μαρτυρικούς και άγιους·
ω! μάνα γη! κάνω ευχή κι εγώ,
ηρώων τα ίχνη ν’ ακολουθώ.
Τ’ αμπέλια σου στήνουν τρανό πανηγύρι,
ειρήνη γεμίζει το κάθε κροντήρι,
οι δάφνες φυτρώνουν αντάμα μ’ ελιές,
το πνεύμα χορεύει με τις αρετές.
Γαλάζια ουράνια και ακρογιαλιές,
λευκά εξωκλήσια και αϊτοφωλιές,
ορθόδοξη πίστη και λευτεριά,
μ’ αυτά πατρίδα μου σε ζω βαθιά.
Σκύβω, το χώμα σου φιλώ,...
Στη Δράμα η ξένη κατοχή ήταν βουλγαρική. Οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρομακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και μεγάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά. Εκεί ζούσε και μια χήρα με πέντε παιδιά. Τον άντρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές στις σφαγές της 29ης Σεπτεμβρίου του 1941.
Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942.
Από τρόφιμα της είχαν απομείνει ένα δάκτυλο ελαιόλαδο και μία χούφτα καλαμποκάλευρο. Εκείνο το απόγευμα σκέφτηκε ότι αύριο, του Ευαγγελισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάχτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι.
Και τότε μπήκε στο δίλημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά έκανε τον σταυρό της και είπε στην Παναγία: «Παναγία μου! Εγώ θα σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και συ όμως ανάλαβε να μου θρέψεις τα παιδιά». Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ’ αυτό άναψε το καντήλι της Παναγιάς. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμισε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η χήρα μάνα άνοιξε το ντουλάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το «λαδερό» γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δύο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!
Σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανέναν τίποτα.
Για δύο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι «σώθηκε» ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στόματα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα-νύχτα αναμμένο, μαρτυρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλογημένης γυναίκας.
Απρίλιος του 1941. Οι Γερμανικές δυνάμεις έχουν εισβάλει στην πατρίδα μας. Σε λίγο θα ελέγχουν τα πάντα. Το πολυθρύλητο θωρηκτό του Πολεμικού Ναυτικού «Γεώργιος Αβέρωφ», που είχε κατατροπώσει τον τουρκικό στόλο στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο, βρίσκεται τώρα αραγμένο στα νερά της Ελευσίνας. Είναι περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα, για να ασφαλιστεί από τις τορπίλες των εχθρικών υποβρυχίων. Η διαταγή του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού είναι απόλυτα αυστηρή:
«Απαγορεύεται ο απόπλους του πολεμικού πλοίου».
Το «Αβέρωφ», που είναι η δόξα των ελληνικών θαλασσών, διατάσσεται να παραμείνει δεμένο στο λιμάνι ώσπου να φτάσουν κι εκεί οι Γερμανοί να το καταλάβουν ή να το βυθίσουν.
Τότε ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος, ο στρατιωτικός ιερέας του «Αβέρωφ», υψώνει φωνή διαμαρτυρίας. Είναι Μεγάλη Πέμπτη και λίγο πριν τελέσει την Ακολουθία των Παθών στο εκκλησάκι του πλοίου, καλεί επειγόντως το πλήρωμα του καραβιού και με δακρυσμένα μάτια τούς λέει:
«Παιδιά μου, θέλουν να μας βουλιάξουν. Το θρυλικό μας καράβι. Το βαστάει αυτό η ψυχή σας; Τέτοιο άδοξο τέλος θα έχει το πιο δοξασμένο καράβι μας; Θα μας καταριούνται από τον ουρανό οι ψυχές των ηρώων μας ναυτικών, του Μιαούλη, του Κανάρη, της Μπουμπουλίνας. Δείτε με τα ψυχικά σας μάτια,τον Ναύαρχό μας, Παύλο Κουντουριώτη, στον ουρανό. Κλαίει και μας παρακαλεί να μη δώσουμε τέτοιο τέλος στο καράβι, αλλά τέλος ανάλογο με τη δόξα του. Τι λέτε, παιδιά;».
«Παπά, θα κάνουμε ό,τι μας πεις».
«Πρέπει να πάρουμε το «Αβέρωφ» και να φύγουμε. Πρέπει να σώσουμε την τιμή του».
«Μα να ξέρετε παιδιά μου, ότι αυτό το τόλμημα, θα μας στοιχίσει τη ζωή. Διότι αν δε βουλιάξουμε περνώντας το ναρκοπέδιο, πιθανόν θα βουλιάξουμε στο φράγμα της Ψυττάλειας. Αν κι εκείνο μας βοηθήσει ο Θεός να το περάσουμε στην πορεία μας θα πρέπει να γλυτώσουμε από τις βόμβες των αεροπλάνων. Αν και αυτόν τον κίνδυνο τον περάσουμε, τότε θα σώσουμε την τιμή του «Αβέρωφ». Αν βουλιάξουμε, εμείς θα πάμε δοξασμένοι στον ουρανό να βρούμε αιώνια ανάπαυση και η τιμή του Ναυτικού μας θα μείνει πάντα στην ελληνική ιστορία ένας θρύλος. Τι λέτε, παιδιά μου;»
«Θα φύγουμε με το «Αβέρωφ» και ό,τι πει ο Θεός ας γίνει».
Ο πατέρας Διονύσιος κάνει το σημείο του σταυρού λέγοντας «Ευλογητός ο Θεός» και συνεχίζει:
«Σήμερα είδα σε όραμα τον Άγιο Νικόλαο και μου είπε: Μη φοβόσαστε. Θα φτάσετε εκεί που θέλετε. Ο Θεός είναι μαζί σας».
Οι ναύτες ετοιμάζουν το καράβι και ο π. Διονύσιος αρχίζει την ακολουθία των Αγίων Παθών. Αργά τη νύχτα περιφέρει τον Εσταυρωμένο σε όλα τα διαμερίσματα του πλοίου, στα κανόνια, στην αποθήκη των πυρομαχικών και τέλος τον στερεώνει στο μπροστινό μέρος του πλοίου και φωνάζει: «Παιδιά μου, έχουμε κυβερνήτη τον Χριστό. Μη φοβάστε. Θα νικήσουμε…».
Σε λίγο ανοίγουν δίοδο στα συρματοπλέγματα. Το καράβι περνά το ναρκοπέδιο χωρίς να αγγίξει τις νάρκες. Στην Ψυττάλεια κόβουν το φράγμα με το πρώτο χτύπημα σαν να είναι κλωστή. Τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής βρίσκονται στα ήσυχα νερά της Κυνουρίας. Κρύβονται στις ακτές της κάτω από τις σκιές των πανύψηλων βουνών. Κανένα βομβαρδιστικό των Γερμανών δεν αντιλαμβάνεται το κρυμμένο αυτό δοξασμένο καράβι.
Με τα φώτα σβησμένα μόλις νυχτώνει, το «Αβέρωφ» κατευθύνεται με την πιο δυνατή ταχύτητα στην Κρήτη. Ενώ διασχίζει τα νερά του Αιγαίου, ο π. Διονύσιος έχει βγάλει τον Επιτάφιο και ψέλνουν συγκινητικά όλοι μαζί τα Εγκώμια της Μεγ. Παρασκευής. Πρωί-πρωί φτάνουν στη Σούδα και από εκεί μετά από λίγες μέρες το θωρηκτό μαζί με το πιστό του πλήρωμα φτάνει στην Αλεξάνδρεια.
Σήμερα το δοξασμένο πλοίο αναπαύεται στις ακτές του Παλαιού Φαλήρου. Μέσα του κρύβει ιστορία έπους και ηρωισμού. Όταν βρίσκεται κάποιος στους χώρους του αισθάνεται το μεγαλείο των ανθρώπων που έζησαν μέσα σε αυτό και γίνεται συμμέτοχος και συνεχιστής των ένδοξων αγώνων τους.
Ο πολεμιστής του 1940 πήγαινε στη μάχη για να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Προχωρούσε «με το χαμόγελο στα χείλη» και με θάρρος στην καρδιά. Κατάφερε να δείξει τέτοιο ηρωισμό και τόλμη γιατί είχε τα παραδείγματα των ηρώων πριν από αυτόν. Θυμόταν τους ήρωες του 1821 που πολέμησαν για να ελευθερώσουν την Ελλάδα από τους Τούρκους. Αλλά ένιωθε παρόντες και τους αρχαίους Έλληνες πολεμιστές που αντιστάθηκαν στους χιλιάδες στρατιώτες με τους οποίους οι Πέρσες προσπάθησαν να κατακτήσουν τον τόπο. Και τώρα μαζί με όλους αυτούς συνεχίζει κι εκείνος, ο αγωνιστής του ’40, και γίνεται ήρωας πολεμώντας για τη λευτεριά.
Πέμπτη του Πάσχα κι ο πάπα – Λευτέρης πρωί-πρωί φόρτωνε το ζώο του κι ετοιμαζόταν να κατεβεί στην Τραπεζούντα. Την ίδια ώρα ακούστηκαν οι πρώτοι χτύποι της καμπάνας. Ο συνεφημέριός του ο πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πως είχε αϋπνίες. Χθες ήταν η σειρά του να λειτουργήσει. Μετά πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μαζέψει ξύλα. Και σήμερα ξημερώματα, έτοιμος να κάνει τον πραματευτή. Κανονικά όφειλε να πάει στην εκκλησιά. Τέτοια μέρα, ακόμη Πασχαλιά, που ξανακούστηκε να λείπει απ’ τη Λειτουργία! Όμως, τόσα στόματα περιμένουν στο σπίτι. Κάποιος έπρεπε να νοιαστεί για το καθημερινό τους …Οκτώ του έδωσε ο Θεός κι άλλα τρία ο Ανάστασης ο κουμπάρος του.
Έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε…
Είχε μπροστά του πολύ δρόμο. Υπολόγιζε πριν το μεσημέρι να φτάσει στην πόλη κι αν όλα πάνε καλά, αργά το βράδυ να είναι πάλι πίσω. «Βαστάτε ποδαράκια μου» αναστέναξε καθώς αναλογίστηκε το δρόμο που είχε να κάνει. Κατά πως το είχε συνήθειο άρχισε το ψάλσιμο. Μέσα στην ερημιά ποιος τον ακούει; Μόνο ο Θεός. Αποφεύγει και τα κοροϊδευτικά χαμόγελα του πάπα – Γαβριήλ ή τις ειρωνείες του Ιορδάνη, του ψάλτη: «Εξαιρετικά τα λες παπά. Σαν μανάβης!» Το ξέρει. Η φωνή του ακούγεται άσχημα. Μα ότι λέει, το ψέλνει με την καρδιά του κι αυτό θέλει ο Θεός.
Σταμάτησε να ψέλνει μπροστά στον κόσμο και προτιμούσε τις ερημιές. Αυτό θα έκανε και τώρα, μέρες της Πασχαλιάς. «Μπρος, λοιπόν, παπά δώσε του να καταλάβει» μονολόγησε. Έκανε το σταυρό του κι άρχισε: «Ἀναστασεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…».
Αφού έψαλε όλο τον κανόνα, προχώρησε και στους αίνους κι εκεί κατά το δοξαστικό έμπαινε πιά στα πρώτα σπίτια της Τραπεζούντας. Με το ψάλσιμο κάπου είχε αφαιρεθεί. Όταν κατάλαβε πως ήταν στον τουρκομαχαλά σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί κι ύστερα πήρε ένα σοκάκι εκεί στα αριστερά. Περίμενε να τον βγάλει έξω από το Κάστρο, μ΄ αυτό φιδογύριζε ανάμεσα στα τουρκόσπιτα. Σέ κάποια στροφή φάνηκε ένας καφενές κι από έξω δύο τρείς τούρκοι αραχτοί, απολάμβαναν το ναργιλέ τους. Καθώς περνούσε μπροστά του ο ένας του φώναξε:
«Πόσο τα ξύλα παπά;»
«Πέντε γρόσια ἐφέντη μ’».
«Πολλά δεν είναι βρέ ;»
«Όχι ἐφέντη μ’, όχι. Έρχομαι από μακριά», ο πάπα – Λευτέρης ήξερε ν’ αντιστέκεται στα παζάρια των τούρκων. «Κι ύστερα τί παίρνεις με πέντε γρόσια;»
«Άντε να σού δώσω τρία να τα φέρεις και στο σπίτι».
«Να χαρείς τα νιάτα σου ἐφέντη μ’. Κάμε τα τουλάχιστο τέσσερα. Είμαι φτωχός κι έχω τόσα στόματα να θρέψω».
«Καλά. Ας είναι. Θα σού δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του, τεντώθηκε και πλησίασε τον παπά. Χάιδεψε λίγο το ζώο και μετά στράφηκε άγριος στο παπά.
«Δεν λυπάσαι το ζώο βρέ Γκιαούρ; Πως το φόρτωσες το καημένο; Κοντεύει να ψοφήσει! Δεν φοβάσαι το Θεό βρέ;»
«Αντέχει ἐφέντη μ’» τόλμησε ν’ απαντήσει ο πάπα – Λευτέρης.
«Σούς μπρέ» έβαλε τις φωνές ο τούρκος και σήκωσε το χέρι του απειλητικά. «Πάμε σπίτι να το ταΐσεις λίγο και να το ποτίσεις. Γκιαούρ.»
Γιόμισε ο μαχαλάς απ’ τις φωνές του. Ο παπάς, τον ακολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θα’ ναι» σκέφτηκε κι από μέσα του έλεγε όσες ευχές του ερχόντουσαν στο μυαλό. Μπροστά στην αυλόπορτα του σπιτιού φώναξε ένα όνομα. Ύστερα και με μία κλωτσιά την άνοιξε διάπλατα.
«Μπες μέσα μπρέ γκιαούρ. Δεν φοβάσαι το Θεό είσαι και παπάς».
Με τον ίδιο τρόπο έκλεισε την πόρτα κι αμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν το ζώο. Ο τούρκος, με φωνές, τράβηξε σχεδόν τον παπά Λευτέρη μέσα στο σπίτι, πού απ’ το φόβο του έχασε κάθε δύναμη ν’ αντισταθεί. Μόνο έτσι σαν αστραπή του πέρασε η σκέψη: «Είδες τί έπαθες για να μην πας στη Λειτουργία;»
Μέχρι την πόρτα του σπιτιού χαλούσε τον κόσμο με τις φωνές του. Μόλις πέρασαν το κατώφλι την έκλεισε με τόση δύναμη λες κι ήθελε να την γκρεμίσει. Και τότε έγινε η μεταμόρφωση. Ο άγριος τούρκος, αυτός που χωρίς αιτία ήταν έτοιμος να κακοπαιδέψει το φτωχό παπά, έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του με σεβασμό. Η φωνή του μόλις ακουγόταν.
«Σχώραμε παππούλη μου, σχώραμε» του είπε ελληνικά. «Δεν είχα κακό σκοπό. Για τους τούρκους φώναζα, που μάς έβλεπαν. Μην καταλάβουν τίποτα και χαθούμε. Χριστιανοί είμαστε κι εμείς κι ας φαινόμαστε τούρκοι».
Κατάλαβε. Είχε μπροστά του έναν απ’ αυτούς που οι ρωμιοί ονόμαζαν κλωστούς. Έναν απ’ αυτούς που αντιστάθηκαν τόσα χρόνια στην υποδούλωση της ψυχής. Στη φαντασία του ο ηρωισμός κι η πίστη τους έπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πάνε μερικά χρόνια που άκουσε γι’ αυτούς. Τότε θυμάται θέλησε να τους συναντήσει, να έρθει σ’ επαφή μαζί τους. Τον συγκράτησαν οι πιο φρόνιμοι. Θα έρθει η στιγμή του είπαν, καλύτερα να μη βιάζεσαι. Πέρασαν τα χρόνια κι η στιγμή δεν ήρθε. Έτσι, κάπου μέσα του, άρχισε να μην πολυπιστεύει στην ύπαρξή τους. Και να τώρα που είχε μπροστά του ένα δικό τους. Τον έπιασε από τα χέρια και τον σήκωσε. Εκείνη τη στιγμή φάνηκαν δύο γυναίκες, η μία νέα η άλλη ηλικιωμένη, και τον περιτριγύρισαν ένα τσούρμο παιδιά!
«Η φαμίλια μου παππούλη μου» του είπε ο κρυφός χριστιανός.
Σε λίγο καθισμένοι στο σαλόνι αντάλλασσαν τις ιστορίες τους. Αισθάνονταν γνωστοί από χρόνια. Ήταν κι αυτοί όπως όλοι οι δικοί τους. Χρόνια τώρα, από πατέρα σε παιδί, κράταγαν μυστική την πίστη τους και συνέχιζαν φανερά να κάνουν τη ζωή του μουσουλμάνου. Πρώτα κοντά τους έμενε ένας χότζας που ήταν κρυφός παπάς. Αυτός τους βάφτισε, αυτός τους πάντρεψε, αυτός κήδευε τους πατεράδες τους. Όλα στα κρυφά. Νύχτα πάνω στη νύχτα. Τη μέρα τους πάντρευε τούρκικα. Τη νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ένα παιδί; Τη μέρα έκανε σουνέτι. Τη νύχτα βαφτίσια. Στο θάνατο ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι ήταν αυτός. Μόνος με την οικογένεια του νεκρού διάβαζε τρισάγιο. Τη νύχτα έκανε την κηδεία και το πρωί όλα τα έθιμα των μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Από τότε όμως που πέθανε, έμειναν ορφανοί. Αλειτούργητοι. Αβάφτιστοι. Δύο χρόνια έχουν να κάνουν Ανάσταση. Τη νύχτα το Μεγάλο Σάββατο άκουσαν τις καμπάνες απ’ το χριστιανικό μαχαλά. Άναψαν κερί και έψαλαν σιγανά τρείς φορές το «Χριστός Ανέστη».
«Να κάνουμε τώρα την Ανάσταση», άστραψε η ιδέα στο μυαλό του πάπα – Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιά είναι ακόμη. Ετοιμαστείτε κι εδώ είμαι εγώ».
Από τη στιγμή εκείνη ένας ολάκερος μηχανισμός μπήκε σε λειτουργία. Μέχρι το βράδυ βρέθηκαν άμφια, σκεύη, πρόσφορα ενώ ένα νέο παλληκάρι, με γρήγορο άλογο, έτρεξε στο χωριό να καθησυχάσει την παπαδιά, που δεν θα γύριζε ο παπάς εκείνο το βράδυ.
Γύρω στα μεσάνυχτα γιόμισε το σπίτι από κρυφοχριστιανούς. Άντρες, γυναίκες, παιδιά πέρασαν το κατώγι μ’ αγιοκέρια που είχαν μόνοι τους ετοιμάσει. Στην ανατολική πλευρά μία κασέλα είχε γίνει Αγία Τράπεζα. Ο πάπα – Λευτέρης άρχισε το ψάλσιμο με ένα γέροντα.
Αυτούς εδώ δεν τους ενοχλούσε η φωνή του. Γι’ αυτό δεν άκουσε εκείνο το «σούς μπρέ», που του μαύριζε την ψυχή. Τους έφτανε που άκουγαν τα λόγια. Κι αν έκρινε από τα βλέμματα, ίσως και να ευχαριστιόντουσαν απ’ το ψάλσιμό του. Στο τέλος άναψε το κερί του απ’ το καντήλι που τρεμόπαιζε και κάλεσε τους μυστικούς χριστιανούς του:
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ του ανεσπέρου φωτος και δοξάσατε Χριστον τον ανασταντα ἐκ νεκρῶν».
Μετά, εκεί στη μέση, διάβασε το Ευαγγέλιο κι ενώ η πόλη ησύχαζε, ψάλανε όλοι μαζί το «Χριστος Ἀνέστη». Γύρω του τα δακρυσμένα μάτια του σκλάβωναν την καρδιά. Ήταν μία απ’ τις στιγμές που θα τον συνόδευαν σ’ όλη του τη ζωή.
Ήταν έτοιμη να ξεπροβάλει η νέα μέρα, όταν ξεκίναγε να γυρίσει στο χωριό. Πίσω του άφηνε το σπίτι, που έγινε η κολυμπήθρα για ν’ αναβαπτιστεί στην πίστη του κι ένα κομμάτι της καρδιάς του. Θα ερχόταν να το συναντήσει πάλι σε λίγες μέρες. Τον περίμεναν οι νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά, που είχαν μείνει αβάπτιστα.
Τώρα ήξερε. Κάθε φορά που ξεκίναγε με ξύλα για την Τραπεζούντα θα έφερνε κι ένα φόρτωμα στον τουρκομαχαλά. Κάθε φορά και σε διαφορετικό σπίτι. Τη νύχτα το σπίτι αυτό θα γινόταν η εκκλησιά κι εκεί θα συνάζονταν οι κλωστοί. Από τα πιο απίθανα μέρη ξεφύτρωναν οι μαύρες σκιές που αδιαφορούσαν για την προχωρημένη ώρα. Τις πιο πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι του πεθαμένου κρυφού παπά όπου υπήρχε ολάκερη εκκλησιά κρυμμένη απ’ τα μάτια του κόσμου. Μυστικές πόρτες έφερναν τους πιστούς από τους σκοτεινούς δρόμους. Έξω οι νέοι είχαν αναλάβει τη φύλαξη. Τόσα χρόνια στη ζωή αυτή έμαθαν να φροντίζουν την ασφάλειά τους. Μαζί τους άρχισε κι αυτός να ζει τους φόβους και τις αγωνίες τους κι όταν γνωρίστηκαν καλά η έγνοιά του σκλαβώθηκε στο μαχαλά τους.
«Τα παιδιά έχουν σήμερα μπαϊράμι» έλεγε στην παπαδιά «κι όλη μέρα θα είναι νηστικά»…
Γράμμα ενός φυλακισμένου Πόντιου που στάλθηκε από τις φυλακές Αμάσειας στις 15 Σεπτεμβρίου 1921 στη γυναίκα του. Ο Πόντιος αυτός είναι ο Ματθαίος Κωφίδης, βουλευτής Τραπεζούντας στην τουρκική βουλή. Τον κρέμασαν οι Τούρκοι στην Αμάσεια τον Σεπτέμβριο του 1921.
Αγαπημένη μου Ουρανία,
χθες ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως παρουσιάστηκα στο δικαστήριο Ιστικλάλ. Καμία ελπίδα δεν έχω πλέον. Σήμερα θα δοθεί η απόφαση, η οποία βεβαίως θα είναι καταδικαστική. Σας αφήνω εις την προστασία του Πανάγαθου Θεού. Περιττά τα πολλά λόγια. Θάρρος και εγκαρτέρηση και ελπίδα στον Κύριο, για να μπορέσεις το κατά δύναμη να σηκώσεις το βαρύ φορτίο σου.
Σας γλυκοφιλώ όλους. Ο Ματθαίος σου
Υ.Γ. εις τα αγαπημένα μας παιδιά δώσε την ευχή μου για καλή πρόοδο και καλή διαγωγή, και έτσι η ψυχή μου θα χαίρεται από τον ουρανό.
Το πρωτότυπο της επιστολής βρίσκεται στα χέρια του γιου του Κώστα Κωφίδη.
Γράμμα του μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, που έστειλε από τις φυλακές στη γυναίκα του.
Γλυκυτάτη μου Κλειώ,
σήμερα τελέσθηκε στη φυλακή Θεία Λειτουργία και κοινωνήσαμε όλοι. Ήμασταν περίπου εκατό από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο διά κρεμάλας θάνατος. Αύριο θα πάνε τους εξήντα, μεταξύ αυτών και πέντε Τραπεζούντιοι. Την Τρίτη δεν θα είμαστε στη ζωή. Ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς. Και σε σας να δώσει ευλογία και υπομονή και άλλο κακό να μη δοκιμάσετε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρό γεγονός, να έχετε υπομονή, τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να τα κανονίσεις όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει τα πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά. Ο Γιώργος να τελειώσει το Σχολείο και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννη ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να τον στείλεις στο Σχολείο, τη Βαλεντίνη να τη μάθεις ραπτική. Τη Φωφώ να μην την αποχωριστείς όσο ζεις.
Ο παπά-Συμεών ας με μνημονεύει όσο ζει. Να δώσεις πέντε λίρες στο Φιλόπτωχο, πέντε λίρες στη Μέριμνα, πέντε λίρες στου Λυκαστή στο Σχολείο. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο, βαίνω προς τον Ουράνιο Πατέρα και συχωρήσατέ με.
Ο δικός σας
Αλέξ. Γ. Ακριτίδης
Το πρωτότυπο της επιστολής αυτής βρίσκεται στο αρχείο της Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς.
O Ρώσος γεωλόγος και γεωγράφος Τσίχατσεφ, ο οποίος επισκέφθηκε αρκετές φορές για τις έρευνές του τον Πόντο, δημοσίευσε το 1858 στην εφημερίδα «Nord» των Βρυξελλών το παρακάτω άρθρο:
«Οι κάτοικοι στα πρωτόγονα χωριά της περιοχής Κερασούντας, Τρίπολης και Αργυρούπολης παρουσιάζουν ένα περίεργο φαινόμενο. Η εθνικότητα των κατοίκων είναι μεικτή. Αυτοί φανερά ανήκουν στο Ισλάμ. Σε δημόσια μέρη μιλούν τουρκικά. Κρυφά, όμως, λατρεύουν την τελετή της ανατολικής ελληνικής Εκκλησίας. Στο σπίτι μιλούν ελληνικά και ο καθένας έχει δύο ονόματα. Έτσι, αν κάποιος απ' αυτούς παρουσιάζεται με ένα άσπρο ή πράσινο τουρμπάνι και ονομάζεται Μεχμέτ ή Σελίμ, το βράδυ στο καλυβόσπιτό του ή σε κρυφές σπηλιές, αυτός ενώνεται με τους ομόθρησκούς του για να συμμετάσχει κρυφά στην τελετή της χριστιανικής θρησκείας κάτω από την καθοδήγηση του παπά. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν ελληνικά και ονομάζονται Πέτρος, Γεώργιος ή Συμεών...
“Τον καιρό της παραμονής μου στην Κερασούvτα, μ' επισκέφτηκε ο Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν. Εάν αυτός δεν επέμενε τόσο πολύ να μου μιλήσει, εγώ θα αρνιόμουν να τον δεχτώ, γιατί δεν είχα ούτε καιρό ούτε διάθεση να λογομαχώ μ' έναν Μουσουλμάνο πάνω σε θέματα του Κορανίου. Όταν όμως ο ψευτο-ιερωμένος Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν με πληροφόρησε ότι συγχρόνως είναι και Έλληνας ιερέας με το όνομα Παρθένιος, η έκπληξή μου ήταν μεγάλη. Ακριβώς γι' αυτό είχε αποφασίσει να μ' ενοχλήσει.
Αυτός με παρακάλεσε ως χριστιανός να τον βοηθήσω να βγει από μια τρομερά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται: Τη βοήθεια τη χρειάζομαι εγώ, μου είπε ο γέρος, και ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στα άσπρα μακριά και μεταξωτά γένια του. Εμένα δε μου έμεινε πολύς καιρός να ζήσω και μπορώ να συνεχίσω κρυφά να υπηρετώ τον δικό μου Θεό, έτσι όπως τον υπηρετώ σχεδόν 70 χρόνια. Έχω, όμως, μια κόρη την οποία μπροστά στον κόσμο τη φωνάζω Φατιμέ, όμως όταν είμαστε οι δυο μας, προφέρω το όνομά της, Σοφία. Εγώ πρέπει να γλιτώσω το αγνό αυτό πλάσμα. Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί και δεν μπορώ πολύ καιρό ακόμη να αρνούμαι να τη δώσω στους Μουσουλμάνους, που άκουσαν πολλά για την ομορφιά της. Μεταξύ τους υπάρχουν και παντοδύναμοι Μουσουλμάνοι. Εγώ νιώθω ότι δεν θα επιζήσω εκείνη τη μέρα, όταν ο Τούρκος που θα την παντρευτεί θα κλείσει τον άγγελό μου στο χαρέμι. Σας παρακαλώ να βοηθήσετε την καημένη μου Σοφία κι έναν συγγενή συνοδό της, κι αυτός χριστιανός, να περάσουν στην Κριμαία, στην Τιφλίδα ή σε κάποια άλλη χριστιανική χώρα. Θα του δώσω λεφτά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της κόρης μου και θα αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στις προσευχές παρακαλώντας τον Θεό να ανταμείψει την καλοσύνη σας.
«Τα λόγια του γέρου με συγκίνησαν βαθιά, γράφει ο Τσίχατσεφ, κι εγώ βιάστηκα να κάνω ό,τι μπορώ κι ό, τι μου επέτρεπε η θέση μου για την κόρη του ιερέα Παρθένιου».
Η καταγραφή έγινε από μια φοιτήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για την περιπέτεια που έζησαν τα μέλη μιας οικογένειας από τη Ριζούντα του Πόντου:
«Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άντρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια...
Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι' αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που είχε κρύψει ο άντρας της στον φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι, μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα, ποιος ήταν ο καινούργιος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί. Πράγματι, η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα την παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορία της.
Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθισε στο σπιτικό της μία εβδομάδα. Σ' αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της. Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνέχιζε να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε, μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του. Έψαξαν λοιπόν και οι δύο στο φούρνο και βρήκαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.
Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: «Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα».
Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη, μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο, που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ' ένα απ' αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πράγματι, ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και έγραφε: ''Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα αλλά δεν μπορούσα να σου το πω. Ό,τι θέλεις εσύ και η αδερφή μου είμαι στη διάθεσή σου, είμαι κοντά σας...».
Επιστολή μελλοθανάτου Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων στην Αμισό
Φυλακές Αμάσειας, Οκτώβριος 1921
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλή μου σύζυγε, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Καταδικάστηκα σε θάνατο ενώ είμαι αθώος. Ήταν θέλημα Θεού, γι’ αυτό και εγώ δεν λυπάμαι. Κι εσείς μη λυπηθείτε. Έχω πίστη, ότι θα συναντηθούμε στην άλλη ζωή. Σας στέλνω τον χαιρετισμό και την αγάπη μου. Όσο ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργο αυτό το αφήνω μόνο σε σένα. Για εσένα και για τα παιδιά μας είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθείς και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε από αυτή την καταιγίδα, να πάτε κοντά στους γονείς μας και να γράψεις και στον Φώτη και τον Χρύσανθο την παράκλησή μου, να λάβουν υπό την μέριμνα τους την Ιουλία και την Χρυσάνθη. Tη βέρα και το ρολόι μου παρέδωσα στον Bαλιoύλη να σας τα φέρει. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολή στη φυλακή και είμαι ήσυχος. Εξομολογήθηκα, έγινε λειτουργία και κοινώνησα. Θα πεθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μην κλάψετε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας. Σας φιλώ όλους εκ ψυχής. Ο δικός σας,
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ
Επιστολή ενός μελλοθάνατου Πόντιου στη γυναίκα του που γράφτηκε την προηγούμενη ημέρα από την εκτέλεσή του (8 Σεπτ. 1923)
Αγαπητή μου Κυριακή,
πλησιάζει το τέλος μας. Ο θάνατος είναι πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Χθες 95 Αμισηνοί και Παφραίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο δι' αγχόνης, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν το άνθος αυτών των πόλεων. Επιστήμονες, έμποροι, τραπεζίτες από κάθε ηλικία. Το ίδιο θα συμβεί και σε εμάς.
Μήπως είμαστε ένοχοι; Το μόνο που κάναμε ήταν ότι βοηθάμε τα ορφανά και τους φτωχούς πρόσφυγες και φροντίζαμε για να επανέλθουν στα σπίτια τους.
Όταν λάβεις αυτό το γράμμα μου, γλυκιά μου Κυριακή και γλυκύτατά μου παιδιά, δεν θα υπάρχω πλέον, δεν θα ξαναδώ πλέον την γλυκιά σας μορφή.
Αγαπημένη μου, στη ζωή μου υπέφερα, υπέφερες και συ. Και τη στιγμή, που θα ξεκουραζόμασταν, δυστυχώς αποχωρίζεται ο ένας τον άλλο.
Χαίρετε, αγαπητή μου, και υγιαίνετε. Φρόντισε για την υγεία σου, για να μπορείς ν' αναθρέψεις όπως πρέπει τα παιδιά μας, να γίνουν καλοί πολίτες. Όπως σου έγραφα, αν θυμάσαι, εάν πεθάνω θα γίνεις εσύ άνδρας, να μπορείς να φέρεις το βάρος το οποίο σου αφήνω.
Φίλησε την κόρη μας Δέσποινα, τους γιούς μας Χάρη, Θεοδωράκη, Βάσο, Παναγιώτη, Κωστάκη και Λευτεράκη.
Εγώ ο δυστυχής δε θα σας ξαναδώ εις τον επίγειο κόσμο, αλλά από τον ουράνιο κόσμο που θα βρίσκομαι, θα σας επιβλέπω ευτυχισμένος.
Σας φιλώ με άπειρα φιλιά. Υγιαίνετε!
Γεώργιος Κακουλίδης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δικαίωμα»:
«Δεκαετία του 1950. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν νεωκόρος τότε στην εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων στη Κωνσταντινούπολη. Κι εγώ παιδί θυμάμαι που έρχονταν αργά τη νύχτα και χτυπούσαν την πόρτα γυναίκες με φερετζέδες έχοντας μικρά παιδιά στην αγκαλιά. Ερχόντουσαν από την Ανατολή και ζητούσαν να βαπτίσουν τα παιδιά τους. Κρυφά τους βάζαμε στην εκκλησία, κλειδώναμε την πόρτα κι άρχιζε το μυστήριο της βάφτισης.
Σιωπηλά. Χαμηλόφωνα. Κι αυτό γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ. Για πολλά χρόνια. Κάθε μάνα είχε μαζί της από δύο μέχρι και πέντε παιδιά. Κορίτσια ήταν τα περισσότερα. Φοβισμένα. Όπως κι οι μανάδες τους. Κι αυτές με το φόβο στα μάτια μιλούσαν μονάχα στον παπά και σε κανέναν άλλο.
Όλοι αυτοί που έφερναν τα παιδιά τους και τα βάφτιζαν κρυφά, ήταν χριστιανοί. Χριστιανοί που εξισλαμίστηκαν δια της βίας κατά τους διωγμούς του 1918 έως το 1922. Στη συνείδησή τους, όμως, βαθιά μες στην ψυχή τους, παρέμειναν χριστιανοί. Και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μεταδώσουν την πίστη τους και στα παιδιά τους. Πίστη ικανή να τους οδηγεί να αψηφούν τους κινδύνους από τους φανατικούς ισλαμιστές. Πίστη βαθιά ριζωμένη, ικανή να τους οδηγεί στην Πόλη για να βαφτίζουν τα παιδιά στο σπίτι του Θεού. Και τούτο συνεχιζόταν ακόμη μέχρι το 1959. Με μόνη μια μικρή διακοπή μετά τους βανδαλισμούς του 1955.
Τι να έχουν απογίνει άραγε όλοι αυτοί; Ποια τύχη απάντησαν στο διάβα του χρόνου; Ψυχές που πρέπει να μετριούνται σήμερα σε δεκάδες χιλιάδες, τι να έχουν άραγε απογίνει; Ύστερα μάλιστα από τη συρρίκνωση του Ελληνισμού στην Πόλη, τι να έχουν απογίνει;»
Η πίστη των Ρωμιών είναι ζωντανή
... Όταν οι Τούρκοι διαπίστωσαν ότι δεν έμεινε κανένας ζωντανός, αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία του χωριού και να φύγουν. Ήταν 3 Απριλίου του 1922, ημέρα του Πάσχα.
Ο παπα-Μακάριος πήγε να κρυφτεί σε μια σπηλιά έξω από τους βράχους που έπρεπε να βαδίσεις 150 μέτρα μέσα στο νερό και τους πυκνούς θάμνους για να μπεις μέσα. Πηγαίνοντας εκεί είδε καμιά τριανταριά ακόμα κρυμμένους:
- Τι ήρθατε εδώ; Να κάνουμε Ανάσταση μέσα σε μια τρύπα και με τόσους κινδύνους γύρω μας;
- Έστω και ένα «Χριστός Ανέστη» να ακούσουμε από το στόμα σου.
Οι Τούρκοι φεύγοντας πέρασαν κοντά από τη σπηλιά. Είδαν μια γυναίκα και κινήθηκαν προς τα εκεί και εκείνη ξαναμπήκε στη σπηλιά. Ένας άνδρας, ο οποίος είδε τη σκηνή, έφυγε προς τα έξω για να παραπλανήσει τους Τούρκους, ώστε να θυσιαστεί αυτός αλλά να γλιτώσουν οι άλλοι. Τον σκότωσαν αμέσως αλλά αναζητώντας τη γυναίκα ανακάλυψαν τη σπηλιά και αμέσως τους διέταξαν να βγουν.
Στην αρχή σκότωσαν όλους τους άντρες με τελευταίο έναν 14χρονο. Μετά την παπαδιά με το εννέα μηνών παιδάκι της που κράταγε στην αγκαλιά της. Μπροστά τους έβλεπε τη σκηνή ο παπα-Μακάριος. Ένας Τούρκος με ένα τσεκούρι δίνει μια από πίσω στο κεφάλι του παπά. Πριν πέσει άψυχος, ο γαλήνιος ιερέας γύρισε να δει ποιος τον χτύπησε και κοιτώντας στα μάτια τον φονιά του έπεσε νεκρός.
Τότε οι γυναίκες, τρομαγμένες, άρχισαν να τρέχουν σε κάθε κατεύθυνση μήπως και γλιτώσουν. Οι Τούρκοι πυροβολούν και τις σκοτώνουν όλες εκτός από μία. Εκείνη πρόλαβε και μπήκε σε ένα χαντάκι που ήταν κρυμμένο από θάμνους. Την είδε ένας Τούρκος και την διέταξε να βγει απειλώντας ότι θα τη σκοτώσει. Και εκείνη του είπε:
- Σκότωσέ με, αφού έτσι και αλλιώς μέσα στο μνήμα είμαι.
Ο Τούρκος, όταν είδε ότι δε βγαίνει την πυροβόλησε και αμέσως το αίμα πλημμύρισε. Νόμισε πως τη σκότωσε και έφυγε. Η σφαίρα πέρασε τους δύο μηρούς της χωρίς να πετύχει κόκκαλο. Μόλις σκοτείνιασε, σηκώθηκε σιγά σιγά, έπιασε δύο ξυλαράκια, τα έκανε στηρίγματα και περιέτρεξε όλες τις γυναίκες μήπως είναι καμία ζωντανή. Αλλά δυστυχώς διαπίστωσε ότι όλες ήταν νεκρές. Έδεσε τα τραύματά της και έγινε η μοναδική μάρτυρας των γεγονότων.
Ο δολοφόνος του παπά-Μακάριου από τη στιγμή που τον χτύπησε και εκείνος γύρισε και τον είδε, κλονίστηκε. Τον πήγανε στο σπίτι του και έπεσε αναίσθητος. Ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε, μόνο μια φράση έβγαινε από το στόμα του:
- Ο παπάς μου σφίγγει το λαιμό.
Ούτε γιατροί, ούτε μάγοι μπόρεσαν να τον σώσουν. Έξι μήνες ούτε ζωντανός, ούτε πεθαμένος. Τότε ένας Τούρκος λέει:
- Δεν ακούτε τι λέει αυτός; Εάν φέρετε έναν παπά να τον διαβάσει, μόνο τότε θα σωθεί. Ή εκεί ή εδώ.
Βρίσκουν τον παπα-Δημήτρη, που ήταν ένας παπάς από τα χωριά της Πάφρας, τουρκόφωνος, να πάει να διαβάσει έναν άρρωστο χωρίς να του πούνε ποιος είναι ο άρρωστος αυτός και τι ακριβώς έκανε. Τον διαβεβαίωσαν ότι δεν έχει να πάθει τίποτε και θα ανταμειφθεί. Ήθελε δεν ήθελε πήγε. Και ο παπα-Δημήτρης πήρε το Ευχολόγιό του και το μοναδικό άμφιο που είχε, ένα τριμμένο πετραχήλι. Πήγε και στάθηκε πάνω από τον άρρωστο, έβαλε το πετραχήλι και ψέλλισε:
- Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Δεν πρόλαβε όμως να διαβάσει καμία ευχή και ο Τούρκος ξεψύχησε ήρεμος. Οι Τούρκοι που ήταν εκεί και παρακολουθούσαν τι θα γίνει με την ευχή του παπά, άρχισαν να λένε:
– Θεέ, Θεέ, μεγάλο θαύμα είναι αυτό! Των Ρωμιών η πίστη είναι ζωντανή.
Έξι μήνες είχε βασανιστεί και μόλις ήρθε ο παπάς ξεψύχησε ήρεμος!
Πολυχαϊδεμένα μου αηδονάκια!
Μαρίκα, Θανάση, Κυβέλη, Πολύβιε, Σαπφώ, Παπάκα μου, και Σοφοκλή.
Τι φρικτό να σας χωρίζομαι χωρίς να ακούσω την μελωδική φωνή σας, το όνομά σας. Μπροστά στο όνομά σας σταματά το κονδύλι μου, η πατρική μου καρδιά λιώνει και το μυαλό ονειροπολεί, γυρεύει, πετά, κουράζεται, προσπαθεί ξανά να δει την παρουσία σας. Τρυφερά μου πουλάκια, σας αγαπώ, εκεί ψηλά θα παρακαλέσω τον Θεό για σας και για τη μανούλα σας.
Μαρίκα μου, Θανάση μου, προσέξατε πάντοτε τα αδέρφια σας, τη μητερίτσα σας, και εκείνη εσάς. Μαρίκα μου, Θανάση μου, φιλήστε κάθε πρωί τα αδέρφια σας, φιλήστε τη μάνα σας αντί για εμένα. Πείτε της να μην κλαίει επειδή εγώ πολύ σας αγάπησα, σας αγαπώ, και εκείνη εμένα. Πουλάκια μου, μην απογοητευτείτε, έχετε πολλούς προστάτες, μόνο παρακαλώ να είσθε πολύ αγαπημένα αναμεταξύ σας.
Θανάση, τον Πολύβιο φίλησε, μην τον χωριστείς ποτέ. Η καρδιά μου πλημμυρίζει από θλίψη γιατί χάνω τα πάντα. Έχετε μανούλα, μην χάνετε την τάξη σας, αύριο θα μεγαλώσετε. Να γίνετε άξιοι άνθρωποι, με κακά παιδιά μην γυρίζετε. Η καρδιά μου αναπαύεται που σας αφήνω παρηγορία γιά την μάνα μου και τη μάνα σας. Μαρίκα μου, οι θείοι σου θα φροντίσουν για σένα. Τα όνειρά μου εκείνοι τα ξέρουν.
Μαργαριτάρια μου, μην λυπηθείτε, μην κλαίτε, μόνο μπροστά στο καντήλι του Χριστού κάθε εορτή να ανάβετε ένα κερί και να τον παρακαλείται να δώσει χρόνια πολλά στους θείους σας και τη μητέρα σας. Και εγώ θα παρακαλέσω τον Θεό και ελπίζω να τους τα χαρίσει.
Εν Αμασεία τη 24η Σεπτεμβρίου 1921.
Ο λυπημένος
Παπαδάκης Σοφοκλής.
«Θαρσείτε και καρτερείτε»
Ο δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Εποχή» της Τραπεζούντας, Νικόλαος Καπετανίδης, έστελνε μέχρι την τελευταία στιγμή γράμματα στο σπίτι του, παρηγορώντας τους δικούς του ανθρώπους.
«θα μάθετε από τους λίγους που θα σωθούν, ότι μήτε το θάρρος μήτε η ψυχραιμία μ’ εγκατέλειψαν ως την τελευταία μου στιγμή... Εντούτοις η ψυχή μου βαρύτατα πενθεί διότι σας αφήνω για πάντα... Τέτοιος θάνατος σαν τον δικό μου είναι ωραίος, δοξασμένος... Γι’ αυτό μη λυπηθείτε... Εσύ, μανούλα μου, εγκαρτέρησε. Ετίμησα τ’ όνομά σου με τον θάνατό μου... Ο θάνατος είναι τιμή για όλους μας. Θαρσείτε και καρτερείτε, μια φορά κανείς πεθαίνει...».
Μέσω των άρθρων του στην εφημερίδα δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά και χωρίς φόβο για τις βιαιότητες των Τούρκων κατά των Ελλήνων του Πόντου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο κίνδυνος για την ζωή του να είναι φανερός. Ο Τοπάλ Οσμάν ο «δήμιος του Πόντου» πήγε στην εφημερίδα για να τον κάνει να σταματήσει να γράφει. «Το κεφάλι μου δεν στέκεται καλά στους ώμους μου» έλεγε προβλέποντας το τέλος του. «Χρειάζεται πίστη. Και η πίστη αυτή δεν είναι φάρμακο που δίνεται κατά δόσεις και με συνταγή. Αλλά είναι δύναμη ψυχική, φαινόμενο δυνατής ψυχής που ξέρει τι πιστεύει και τι πρέπει να πιστεύει».
Για την δράση του, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν. Στα Ανεξάρτητα Δικαστήρια που είχαν στηθεί στην Αμάσεια, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου τού ανέγνωσε το κατηγορητήριο, ότι επεδίωκε την ανεξαρτησία του Πόντου, εκείνος τον διόρθωσε: «Οχι, κύριε πρόεδρε, εγώ ήθελα την απευθείας ένωση του Πόντου με την Ελλάδα». Απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1921, σε ηλικία 32 χρόνων. Η τελευταία του κραυγή πάνω στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς!».
Το 1954 ο αγιορείτης μοναχός Γαβριήλ Διονυσιάτης με συγκλονιστικό τρόπο αναβιώνει την επαφή του με τους Κρυπτοχριστιανούς του Πόντου: «Σε μια εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοί και οι ταξιδιώτες ν' ανάψουν το κεράκι τους για τους δικούς τους και για το καλό ταξίδι, εκεί μια Μεγάλη Σαρακοστή της δεκαετίας του 1950, πήγε να λειτουργήσει και να εξομολογήσει τους χριστιανούς κάποιος γέροντας Αγιορείτης πνευματικός.
Ο εφημέριος του ναού, αφού τον κατατόπισε τον οδήγησε σε σκοτεινό παρεκκλήσι. Εκεί του είπε εμπιστευτικά, ότι τον περιμένουν επάνω καμιά δεκαριά άνθρωποι για να εξομολογηθούν. Και είναι ανάγκη ν' ανέβει να τους εξομολογήσει και να μεταλάβουν έπειτα στην Λειτουργία, διότι επείγονταν να φύγουν το βράδυ με το πλοίο της γραμμής, διότι είναι ξένοι από μακριά.
Ανέβαινε ο γέροντας συλλογιζόμενος το δύσκολο ζήτημα της συνεννόησης, εφόσον ήταν ξένοι από μακριά. Πλην της ελληνικής δεν γνώριζε άλλη γλώσσα.
Εκεί στο ημίφως διέκρινε καμιά δεκαριά από άνδρες χωρικούς, μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι με το που τον αντίκρισαν του φίλησαν το χέρι και ο γεροντότερος του είπε στην ποντιακή διάλεκτο: «Ήμες Χριστιανοί, πάτερ, ας σον Πόντον και λαλεύομεν (φιλούμεν) τα ποδάρια σ', θέλομε να ξομολογάς και να κοινωνίεις μας οσήμερον, κ' απές να λέομεν σην αγιωσύνη σου ντο θέλομεν ένα κι' άλλον ...» [Είμαστε χριστιανοί από τον Πόντο πάτερ και φιλάμε τα πόδια σου, θέλουμε να μας εξομολογήσεις και να μας κοινωνήσεις σήμερα και να πούμε και κάτι άλλο που θέλουμε στην αγιοσύνη σου.]
Ευτυχώς ο γέροντας πνευματικός, έχοντας συναναστραφεί προ ετών με Πόντιους πρόσφυγες στην Μακεδονία, θυμόταν αρκετά από την απηρχαιωμένη αυτή ελληνική διάλεκτο και κατάλαβε τι ήθελαν και τι θα του έλεγαν οι εξομολογούμενοι.
Έμαθε λοιπόν από αυτούς ότι ολόκληρο το χωριό τους αποτελείται από Κρυπτοχριστιανούς εδώ και πολλά χρόνια και στην ανταλλαγή δεν τους επιτράπηκε να φύγουν στην Ελλάδα, διότι οι ταυτότητες ήταν με τουρκικά ονόματα. Που σημαίνει ότι στα φανερά είναι Οθωμανοί και Τούρκοι και στα κρυφά είναι Χριστιανοί και Έλληνες και περιμένουν να τους γλυτώσει ο Θεός από την σκλαβιά. Στα φανερά λέγονται Χασάνηδες και Μεμέτηδες και τα πραγματικά τους ονόματα είναι Γεώργιος, Παναγιώτης κλπ. Έχουν ένα δικό τους δήθεν Χότζα, αλλά ούτε περιτομή κάνουν, ούτε ραμαζάνια και Μπαϊράμια. Μυστικά σε υπόγειες Εκκλησίες γιορτάζουν χριστιανικά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας.
Προ της «ανταλλαγής» έπαιρναν παπά από γειτονικά χωριά και τους βάπτιζε, τους στεφάνωνε, τους λειτουργούσε τις μεγάλες γιορτές και μεταλάμβαναν. Αλλά τώρα δεν υπάρχει πουθενά παπάς και αναγκαστικά έρχονται στην Πόλη εκ περιτροπής δήθεν για δουλειές και γίνονται Χριστιανοί.
Ο γέροντας Πνευματικός τα άκουσε σαστισμένος, του φαινόταν ότι διάβαζε συναξάρι της εποχής του Διοκλητιανού και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα από την συγκίνηση.
Εξομολογήθηκαν και όλοι μαζί κατέβηκαν αθόρυβα στο σκοτεινό παρεκκλήσι, απ' όπου θα άκουγαν την λειτουργία των Προηγιασμένων, χωρίς κανείς να τους βλέπει. Και όταν μετά στο τέλος μετάλαβαν οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι, έγινε η απόλυση. Έμεινε μόνος ο Πνευματικός και αφού έκλεισε από μέσα τις πόρτες, έλαβε τα Άγια, εισήλθε στο άγιο Βήμα του παρεκκλησίου και κάλεσε τους μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, ίνα «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθωσι».
«Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού; Γιορίκας - Γεώργιος, το τίμιον και πανάσπιλον και ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις ίασιν σώματος και ψυχής, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν την αιώνιον. Αμήν».
Μετά την Ευχαριστία και την απόλυση, είπαν στον πνευματικό: «Πάτερ, να μας κάνεις και μια άλλη χάρη, έχουμε εδώ στην Πόλη και τις γυναίκες και τέσσερα παιδία μας. Το πρωί να βαφτίσεις τα παιδιά, να τα μυρώσεις. Σε παρακαλούμε Πάτερ να τα κάνεις χριστιανούς. Ο παπάς της εδώ εκκλησίας φοβόταν τους Τουρκαλάδες και δεν τα βάπτιζε. Τί να κάνουμε, Πάτερ, στην Ελλάδα μας δεν μας αφήνουν να πάμε. Πάτερ, κάνε το καλό σε μας τα παιδιά σου».
Ήρθαν τμηματικά και με προφυλάξεις το βράδυ προς το σουρούπωμα. Εξομολογήθηκαν και οι γυναίκες και προ του μεσονυκτίου έγινε και η βάπτιση, το μύρωμα και ο εκκλησιασμός των παιδιών στο Παρεκκλήσι.
Μετά κοιμηθήκανε με την φύλαξη μιας γυναίκας και κάποιοι ξημερώθηκαν στο Ναό… Ο γέροντας πνευματικός τους έκανε ευχέλαιο, κατόπιν τους έκανε και παράκληση της Παναγίας, και αυτοί όλοι, άνδρες και γυναίκες γονατιστοί ψιθύριζαν το «Κύριε ελέησον» και το «Παναγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
Στη συνέχεια εισήλθε στο Ιερό, να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του για να ανανήψει από την αγρυπνία. Δύο από αυτούς, οι γεροντότεροι, του είπαν: «Πάτερ, κάτι άλλο θα σε παρακαλέσουμε. Στο χωριό μας παπά δεν έχουμε... Πέρασαν τριάντα χρόνια «Ανάσταση» δεν κάναμε και «Χριστός Ανέστη» δεν ακούσαμε. Τι ψυχή θα παραδώσουμε στον Θεό. Τα παιδιά μου παντρεύονται χωρίς παπά και χωρίς στέφανα. Πεθαίνουμε και θαβόμαστε αλειτούργητοι... Ανάθεμα σ’ αυτήν την σκλαβιά. Πάτερ, φέραμε ένα σακί χώμα από τα κοιμητήριά μας... [Να σε χαρούμε, διάβασέ το, να το ρίξουμε στους τάφους των δικών μας… δώσε μας και Θεία Κοινωνία, να τη δώσουμε στα παιδιά μας, κάνε μας και μια Ανάσταση, ν’ ακούσουμε το Χριστός Ανέστη και τότε ας πεθάνουμε.